- κρυοφθορισμός
- οφυσ. η εκπομπή φωτεινής ακτινοβολίας από ορισμένα σώματα, όπως είναι η αλκοόλη και ο διθειάνθρακας, όταν αυτά ψυχθούν στη θερμοκρασία τού υγροποιημένου αέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό πρβλ. αγγλ. cryoluminiscence < cry(o)- (< κρύος, τὸ) + luminiscence «φθορισμός».
Dictionary of Greek. 2013.